Οι καφετέριες μ αρέσουν το Χειμώνα
(καφενεδάκια τα είπαν και μπιστρό).
Κάθομαι και διαβάζω εφημερίδα,
στις μέρες που γεννάει η Αλκυόνα
κι αντίκρυ βλέπω θάλασσα, ουρανό-
ρεμβάζω στην καινούρια ελπίδα.
Διαβάζω: Μετανάστες ήρθαν πάλι
και οι μισοί πνιγήκανε στο δρόμο.
Να πάρουνε ή όχι τις σημαίες;
Ο κόσμος, αιώνες στο ίδιο χάλι,
δεν ξέφυγε απ τον πόλεμο, τον τρόμο
κι απ τις διακρίσεις τις μοιραίες.
Διαβάζω για πολέμους κάτω απ το Σταυρό.
Μετά την Ενδεκάτη Σεπτεμβρίου
δικαιολογείται η νέα τυφλή βία
κι ας κάνω διαδήλωση ως κι εγώ
κι ας είναι φαεινότερον ηλίου
ποιός κατευθύνει αυτή την ιστορία
Διαβάζω: Λείπουν ράμπες απ τα κτίρια,
που είν απροσπέλαστα σε συνανθρώπους.
Μα οργανώνουμε μια Παραολυμπιάδα.
Σαν έρθουν οι εταιρίες-μεγαθήρια
θα βελτιωθούμε άραγε στους τρόπους
ή θα τους ρίχνουμε σε νέο Καιάδα;
Διαβάζω για τη μόδα: Μπότες μυτερές
ζαρτιέρες και στριγκάκια θα φοράμε.
Κι οι άντρες, μία φούστα αν το θελήσουν.
Αλλά αν το κάνουν, θα ναι αδερφές
και μόνο εμείς στο στόμα θα φιλάμε-
έχουν οι γκέι δρόμο να διανύσουν
Διαβάζω επιστημονικές ανακοινώσεις,
τα πολιτιστικά και την αρθρογραφία,
τις συνταγές, τα ζώδια του νερού.
Ρουφάω τις ειδήσεις μου με δόσεις-
στο τέλος στρέφομαι ξανά με αγωνία
στον ουρανό, με νέα παντός καιρού.
15-16/11/03
(περ. Μανδραγόρας, τεύχος 32, Νοέμβριος 2004 και βιβλίο Αν-επίκαιρα ποιήματα)