Συγγραφικό έργο

Ποιήματα

ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ

Είμαι η Γυναίκα και μου φόρτωσαν νωρίς την Ηθική
-δήθεν με νίβουν μ’ ανομήματα αιώνων.
Κι εγώ, ιέρεια στης Λαγνείας τη σπονδή,
Εκάτη, Αστάρτη, ηδονών μα και δαιμόνων
σε μιαν αντίληψη του κόσμου αρσενική.

Είμαι η Γυναίκα και μου φόρτωσαν καιρό την Ενοχή
-δεν έχουν οι αμαρτίες μιαν όψη μόνον.
Κι εγώ, στου Ανήθικου δοσμένη τη σπουδή,
με μίση και κατάρες τόσων χρόνων,
στα φαύλα και τα κρείττω η πηγή,

είμαι η Γυναίκα, που παλεύει την πληγή.

Η ΤΡΙΤΗ ΓΕΝΙΑ

Γενιές ολόκληρες εργάστηκαν για μένα
το δρόμο να φωτίσουν στις νευρώσεις,
μ’ ανείπωτα όλα τα χιλιοειπωμένα.
Οι πράξεις, που βαραίνουν στις κλειδώσεις,
οι πρόγονοι (αν και νεκροί) δια ζώσης
να μαρτυρούν απ’ την αρχή τα μυστικά –
στο τέλος πάλι ν’ απειλούν μην τους προδώσεις:
η τρίτη εμείς, φαρμακερή γενιά.

Γενιές που φύλαξαν στη μνήμη τους κλεισμένα
τα τραύματα και τις παλιές διαβρώσεις
σε μια αλυσίδα, με τα μέλη τους δεμένα
(τι βάσταξες και πόσα θα σηκώσεις,
πόσα άλλαξες και τι μπορείς να σώσεις; )
και δεν αντέχεις και φωνάζεις: “φτάνει πια ! ”
Mα ο κλήρος έλαχε σε σένα να πληρώσεις –
στην τρίτη και φαρμακερή γενιά.

Γενιές που έληξαν, προδιαγεγραμμένα,
στων απογόνων της πικρίας της τόσης
που δεν θελήσανε παιδί να κάνουν ένα
(τον πόνο, ω αναγνώστη, να μην νιώσεις).
Την αλυσίδα δεν θα επιδιορθώσεις –
τη σπάζεις μόνο και φωνάζεις: “αρκετά ! ”
Έτσι στο φως αναβαπτίζεται, της γνώσης
η τρίτη και φαρμακερή γενιά.

Πρίγκηπα, μου ’χεις τάξει νέα γέννα
σαν καταγράψουμε μαζί τα κωδικά
παλαιά βιβλία, στο σεντούκι φυλαγμένα
η τρίτη εμείς, φαρμακερή γενιά.

ΔΥΟ ΣΤΙΧΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

O,τι κι αν κάνω, ό,τι έκανα είναι λάθος,
κάθε προσπάθεια καταλήγει στο κενό.
Μετέωρη πάντα, σ’ έναν άγνωστο ουρανό
την μέσα άβυσσο, π’ ανοίγεται, φθονώ –
να την κατρακυλήσω ως το βάθος.

Ο,τι κι αν είπα ή έγραψα δεν μένει
μήτε κρυφό – ούτε δυο στίχοι-προσευχή.
Στο χώμα φεύγουν και κυλούν με τη βροχή
μες τον αέρα αντιλαλούνε, σαν κραυγή
και με διαλύει πάντα η Ειμαρμένη,

Ο,τι κι αν σκέφτηκα, κομμάτια έχει γίνει
που διασκορπίστηκαν σ’ εκτάσεις αχανείς
κι όσο κι αν ούρλαξα δεν μ’ άκουσε κανείς
και συνεχίζω από τότε, ημιθανής
μόλις να σέρνομαι, απ’ το πάτωμα ως την κλίνη.

Ο,τι κι αν πόθησα, λαχτάρισα, του ανέμου
ύστατο σκόρπισμα στην τελευταία βραδιά.
Ο χρόνος τέλειωσε – σημάδι στην καρδιά.
Οι πόρτες έκλεισαν. Παρέδωσα κλειδιά
κι ας υποθέσουμε δεν έζησα ποτέ μου.

ΑΛΕΚΤΟΝ

Στον Μάρκο Π.

Είμαστε οι προβολές μας, αναμφίβολα.
Για να μιλήσω, εξάντλησα τις λέξεις –
και προχωρώ, σκορπίζοντας τα είδωλα
σ’ έναν καθρέφτη: πρέπει να διαλέξεις.

Ουρλιάζουνε τριγύρω τόσα στόμια,
τα βάραθρα που ανοίγοντ’ ολοένα –
εκεί που σμίγουν όμοια κι ανόμοια
και γίνετ’ ανδροθήλυκο, το Ένα.

Είμαστε οι προβολές μες τις οθόνες μας,
και κάπου κάπου πνίγοντ’ οι φωνές μας.
Στερούνται πια νοήματος οι εικόνες μας
και σβήνουν μες το άχρονο οι κραυγές μας.

Και λίγο χρόνο – λίγο χρόνο ζήτησα!
Δεν ξέρεις πως πυκνώνουν οι σκιές μου –
αν είσαι Ρήγας κι ειμ’ ακόμα Ρήγισσα,
απ’ την αρχή την πρώτη λέξη πες μου.

ΙΘΑΚΗ

Πλην, μάταια ψάχνω τόσα χρόνια την Ιθάκη.
Το δρόμο ακολουθώ – πιο πίσω κι άλλος δρόμος
σαν αδυσώπητος της μοίρας κάποιος νόμος.
Μητ’ ίσκιος πουθενά – ν’ απόσταινα μια ράχη.

Σαν μαύρο σύννεφο προσμένει ένα κοράκι,
σαν να ’μαι κλέφτης και εκείνο αστυνόμος
μα δεν υπάρχει ούτε φόβος, ούτε τρόμος,
στο μονοπάτι που πορεύομαι μονάχη.

Έτσι η ζωή αγριεύει κι ούτε βρίσκω
ήσυχο κάποιο απάγκιο ν’ ακουμπήσω,
τη δίψα την αέναη να σβήσω,
μήτε σταγόνα υγρού στον ουρανίσκο.

Χωρίς να θέλω αλλάζω – σε λιγάκι
αδιάφορα θα φτάσω στην Ιθάκη.

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑ

Μνήμη Robin Williams

Δεν μας σοκάρει ο θάνατος μυρίων
σ’ ακραία των πολέμων καθεστώτα
και καταγράφουμε, των βασανιστηρίων
τα θύματα ως σκέτα “γεγονότα”.
Είμαστε αιμοδιψή και βίαια όντα
κι έχουμε μόνο μια απαράβατη συνθήκη:
σε βρίσκει ο θάνατος, μ’ αρρώστια ή από σπόντα,
μα ν’ αφαιρέσεις τη ζωή σου, δεν σου ανήκει.

Όλες συναίνεσαν σε τούτο οι θρησκείες
κι όλα τα δόγματα, τα ρεύματα της σκέψης:
πείνα ν’ αντέχεις και στερήσεις, κακουχίες
σε μια μελλούμενη εικόνα να πιστέψεις
κι ό,τι κι αν τύχει έτοιμος να ’σαι, να παλέψεις
να μετατρέψεις κάθε ήττα σου σε νίκη
και το παιχνίδι ως το τέλος να το παίξεις,
μα ν’ αφαιρέσεις τη ζωή σου, δεν σου ανήκει.

Όλη συναίνεσε της Δύσης η κουλτούρα,
που υποχρεώνει, θες δεν θες, στην ευτυχία.
Γύρισ’ ελεύθερος, σαν πεταλούδα ή σβούρα
και κατανάλωσε ό,τι βρίσκεις, για ευωχία.
Με σκέψη πάντα θετική (τι κωμωδία! )
αγόρασ’ ό,τι βλέπεις στην προθήκη.
Είσαι κυρίαρχος, σου ανήκει η ευδαιμονία
μα ν’ αφαιρέσεις τη ζωή σου, δεν σου ανήκει.

Ω φίλοι, δεν ακούτε; Του αυτοκτόνου
τα σωθικά ηχούν – κραυγή ουρανομήκη –
κι όλο σπαράζουν κι είν’ η ένταση του πόνου
που θ’ αφαιρέσει τη ζωή του, που του ανήκει!

ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟ

Μία ρουλέτα η ζωή μας ήταν πάντα,
πότε στα ύψη, πότε κάτω στο κενό,
πότε καλό χαρτί σου έρχεται κι αβάντα
πότε με μπλόφα κοροιδεύεις το κοινό.
Πέφτεις στο χώμα, ακουμπάς τον ουρανό,
πότε υπερέχεις, πότε αφήνεσαι στη ζήλεια
κι ο ένας καχύποπτα κοιτά τον διπλανό
και περιμένουμε το που θα κάτσει η μπίλια.

Η Ντάμα Κούπα κάθε μοίρα μας ορίζει
στερνή μας τύχη δείχνει πια ο μπαλαντέρ.
Πόνταρε, κόσμε, έλα τώρα που γυρίζει
του πεπρωμένου μην κι αλλάξεις το κοντέρ.
Στη μηχανή της Ιστορίας το μοτέρ
άναψε ήδη και πηγαίνει με τα χίλια.
Στις επικίνδυνες σκηνές μας κασκαντέρ
και περιμένουμε το που θα κάτσει η μπίλια.

Η αγωνία μας τυλίγει, η αδρεναλίνη
κι είναι ο τζόγος μες το αίμα που κυλά.
Μες το μανίκι σου τρεις άσοι έχουν ξεμείνει
και στη σκακιέρα σου φωνάζουνε “ρουά! ”
Τα ζάρια πέσαν και σκορπίσαν χαμηλά,
οι στρατηγοί σου φεύγουν γι’ άγνωστα βασίλεια.
Μα εμείς εδώ, μ’ ανακατώματα τρελά
θα περιμένουμε το που θα κάτσει η μπίλια.

Πρίγκηπες, αριβίστες, όλοι στην αρένα
– αφήστε όμως στους απέλπιδες μια γρίλια
μια χαραμάδα και για τ’ όνειρο σε μένα –
κι ας περιμένουμε το που θα κάτσει η μπίλια.

ΑΕΡΗΔΕΣ

Δυο αιώνες τριγυρνάω στην Αιόλου,
και πάντα καταλήγω στους Αέρηδες.
Περιστρεφόμενος Δερβίσης, του διαβόλου
μες των Μεγάλων των Δυνάμεων τις έριδες.
Όστρια, Σιρόκος, Τραμουντάνα και Γαρμπής –
ποιος τα ηνία κρατάει μιας ζωής;

Δυο αιώνες Βαυαροί και Αγγλογάλλοι
μας δέσαν και μας πάνε με τον άνεμο
και μ’ άλλα ονόματα έρχονται και πάλι,
λιμάνι ένα δεν βρίσκουμε, απάνεμο.
Όστρια, Σιρόκος, Τραμουντάνα και Γαρμπής –
ζήτημα πάντα Εγγύς Ανατολής.

Δυο αιώνες μ’ έχει κόψει η Σταδίου
στη μέση και δεν φτάνω στην Ακρόπολη.
Μεσολαβούν οι μνήμες Βυζαντίου
κι η Δύση που μας παίζει στη Μονόπολη.
Όστρια, Σιρόκος, Τραμουντάνα και Γαρμπής –
ταυτότητα χαμένη, που ζητείς.

ΘΝΗΣΙΓΕΝΕΙΣ

Θνησιγενείς – όποιος μας σπούδασε το ξέρει.
Δυο αιώνες, σαν σεπτό προτεκτοράτο.
Δυο αιώνες, μες της άβυσσος τον πάτο,
σαν μαριονέτα, που κινεί αλλότριο χέρι.

Θνησιγενείς – κι εμείς με τη γραφή μας.
Ματαίως ανακυκλώνουμε τους στίχους,
ματαίως – αντικρίζουμε όλο τοίχους,
αιμάτινη κι ας είν’ η υπογραφή μας.

Θνησιγενείς – ιθαγενείς και πρόσφυγες και ξένοι.
Της Ιστορίας ειρωνικό το χωνευτήρι.
Της Ιστορίας τα υλικά, στο εργαστήρι,
σε μίγμα εκρηκτικό, που μας προσμένει.

Θνησιγενείς. Θνησιγενείς μες τους θανάτους,
που κάθε μέρα κάποιος λίγο θα πεθάνει.
Που κάθε μέρα είν’ ακάνθινο στεφάνι
κι ένας Σταυρός, ψηλά στο Γολγοθά τους.

Θνησιγενείς, θνησιγενείς, θνησιγενείς σαν ίσκιοι.
Κι εγώ ακούω τους θορύβους των βημάτων.
Κι εγώ ακούω τα ίχνη των θανάτων.
Της Ιστορίας το βέλος, που με βρίσκει.

ΑΝΤΙΦΕΓΓΙΣΜΑΤΑ

Καὶ σκέφτομαι θὰ μοιάζαν τόσο ἀέρινα
τὰ βράδια μας ψηλὰ στὴν Φιελγκάταν
μ’ἐκεῖνα τὰ χεράκια της τὰ κέρινα
καὶ ἅγια, τί ὄμορφα ποὺ θἆταν!

Ααρών Μνησιβιάδης, Στοκχόλμη

Τα βράδια που τα ζήσαμε κι αέρινα
στη μνήμη μας περάσαν, φευγαλέα,
αυτά τα καλοκαίρια μας, τ’ αστέρινα
μπροστά στην επουράνια την αυλαία,
με των κεριών δειλά τ’ αντιφεγγίσματα
σε μια βαθιά συμπαντική αρμονία
με μυστικούς παλμούς και φτερουγίσματα
πως νιώσαμε – για λίγο – μια ευτυχία!

Και μείνανε στη μνήμη τόσο αέρινα,
τόσο άπιαστα και φύγαν στιγμιαία
κι εμείς, σαν τα ομοιώματα τα κέρινα
ολοένα ακινητούμε, βαθμιαία –
οι σκέψεις όλες, ανεμοσκορπίσματα
στου κόσμου την παλιά συνομωσία
κι ο άνεμος, που ρίχνει όλα τα κτίσματα
θα σβήσει και τ’ ανθρώπου την πορεία.