Για την ποιητική συλλογή  ΑΝΕΠΙΚΑΙΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Ομιλία της Μαίρης Σιδηρά

Ομιλία κατά την παρουσίαση της συλλογής Αν-επίκαιρα ποιήματα στο Πολύεδρο της Πάτρας, 9/12/2008

Η Σοφία Κολοτούρου γεννήθηκε στην Αθήνα κι ίσως το κοινό αυτό βιογραφικό στοιχείο να αποδεικνύεται στην περίπτωσή της αξιομνημόνευτο, εφόσον η πόλη ή οι πόλεις στοιχειώνουν τα ποιήματά της, πλαισιώνοντας με τον αρχετυπικό τους λαβύρινθο σύγχρονα αδιέξοδα.

Η Σοφία το 2007 δημοσίευσε από τις εκδόσεις «τυπωθήτω –  Γιώργος Δαρδανός» και τη σειρά «λάλον ύδωρ» την ποιητική συλλογή Αν-επίκαιρα ποιήματα, με το «αν» να απέχει από τα «επίκαιρα» το ιλιγγιώδες για τον ποιητικό χώρο διάστημα μιας παύλας, ενός στοιχείου που πιθανόν μεταλλάσσει την άρνηση σε υπόθεση ή φορτίζει εξίσου δύο τρόπους αναγνωστικής επιχείρησης, τα «ανεπίκαιρα» από τη μια και τα «επίκαιρα» από την άλλη ποιήματα. Από τη συνέντευξη που έδωσε η ίδια στην Ελεάνα Μαγδαληνού στην Πελοπόννησο της Κυριακής στις 30 Νοεμβρίου 2008 διαβάζουμε: «Τα ποιήματα της συλλογής αυτής γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1999 και 2006. Ορισμένα από αυτά είχαν προδημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (Αντί, Μανδραγόρας, Το Δόντι, Γαλέρα), καθώς και στο διαδίκτυο, σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Η ανάγκη μιας έκδοσης προέκυψε περισσότερο εκ των υστέρων, για να υπάρχει μια συγκεντρωτική καταγραφή τους σ’  ένα βιβλίο. Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη, τα «Ανεπίκαιρα» και τα «Επικαιρικά». Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει ποιήματα που σχολιάζουν την επικαιρότητα, από κοινωνικοπολιτική άποψη, […]. Στην κατηγορία «Ανεπίκαιρα» εντάσσονται όλα τα θέματα που παραδοσιακά απασχολούν τους ποιητές: προσωπικά, ερωτικά, σκέψεις, συναισθήματα κ.ά.». Από ποιητικό ένστικτο, πάντως, η Σοφία υπονομεύει μέσω του τίτλου την ακαμψία της θεματικής της ταξινόμησης, καθώς, όπως μάλιστα αναγνωρίζει στην ίδια συνέντευξη, τα σύνορα ανάμεσα στο διαχρονικό και προσωπικό αφενός και στο επικαιρικό και συλλογικό αφετέρου είναι ρευστά και σίγουρα στα πνευματικά φαινόμενα επαγωγές και μεταγωγές συνηθίζονται…
Η ποιήτριά μας γράφει ακολουθώντας τις ιδιοτροπίες και τις ανάγκες της παραδοσιακής προσωδίας. Κάτι τέτοιο διόλου δε σημαίνει ανεπεξέργαστη εφαρμογή των κελευσμάτων του λογοτεχνικού μας παρελθόντος. Καταρχάς, η αναντιστοιχία ανάμεσα στην παλαιικότητα της μορφής και το σύγχρονο της θεματικής, ξενίζει και καταργεί την όποια ευκολία στην οικειοποίηση του ποιητικού λόγου. Η ποίηση της Σοφίας ακροβατεί ανάμεσα στο ριζοσπαστισμό της προσωπικής έκθεσης και την αυστηρότητα της μετρημένης ποίησης. Ο παραδεδομένος ρυθμός, αναβαπτισμένος απ’  την επαφή του με τη μουσική που αναδεύουν και αναδύουν τα Αν-επίκαιρα ποιήματα, επανέρχεται νέος και θελκτικός. Τα ποιήματα της Σοφίας μου θύμισαν νεοκλασικό στην καρδιά μιας μεγάλης πόλης. Μπορεί να μαρτυρήσει για τον ρομαντισμό που το ανέγειρε, ενώ ταυτόχρονα δονείται από τους ήχους και τις συσπάσεις της σημερινής πόλης.

Η Σοφία Κολοτούρου κατόρθωσε να αποφύγει τους υψηλούς τόνους, παρά τη ρητορική ανάπτυξη ορισμένων ποιημάτων. Το ιαμβικό υπόστρωμα, βέβαια, είχε αποβληθεί από την παραδοσιακή ποίηση και κατά την τελευταία περίοδο του μεσοπολέμου με τους ποιητές του διακριτικού τόνου, της ήπιας περιπάθειας και μελαγχολίας. Όμως και κατά την τελευταία δεκαετία η προσωδία επανεκτιμήθηκε και καλλιεργήθηκε, καθώς τώρα που ζηλωτές και πολέμιοι σίγησαν μπορεί ν’  ακουστεί το μελικό της βάθος και να συγκινήσει. Παρόλα αυτά, ο νέος ποιητής που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τους τρόπους της παραδοσιακής ποίησης, πρέπει να συμβάλλει στη θαυματοποιία: Οι οιστρηλατημένοι εργάτες της την εξάντλησαν, ο δε μοντερνισμός τής κατέβαλλε καίριο χτύπημα.

Αν μπορούμε να διακρίνουμε έναν αντίλαλο στο λογοτεχνικό παρελθόν για τα Αν-επίκαιρα ποιήματα, αυτός θα ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης. Το πάθος ως δοκιμή κριτικής, η ειρωνεία ως δομικό των ποιημάτων στοιχείο, η μελαγχολία, αν και στην περίπτωση της Σοφίας μόνο ως αιωρούμενο συλλογικό διάγνωσμα, εξακριβωμένα οφειλόμενο στο «φαλιμέντο του κόσμου αυτού», όπως θα έλεγε κι ο Νικόλας Άσιμος. Συχνή μέσα στο σύνολο της συλλογής και η πρόταξη μότο ποιητών συγγενών της τεχνοτροπιακά ή ποιητικών της ήρωων. Αφιερώνει, μάλιστα, δύο ποιήματα στη μνήμη του Ηλία Λάγιου. Στο πρώτο από αυτά, το τιτλοφορούμενο «In memoriam», η ποιήτρια πληρώνει τις οφειλές της προς τους αυτόχειρες της ποίησής μας. Λάγιος, Καρυωτάκης και Τραϊανός διαδραματίζουν θεματικό ρόλο, ενώ ταυτόχρονα τα ίδια τα ονόματά τους αξιοποιούνται ως λεκτικό υλικού μεγεθυμένου σθένους:
Ζυγιάζεται για λίγο στο μπαλκόνι,/ ανάμεσα σε γη και ουρανό,/ στον Καρυωτάκη η σκέψη του σιμώνει,/ καθώς και στον Αλέξη Τραΐανό./ «Πατέρα, έρχομαι» μόλις που αρθρώνει,/τρεκλίζει κι αγκαλιάζει το κενό.

Νομιμοποιούμαστε να εντάξουμε την ποίηση της Σοφίας στη χορεία των εννοιολογικών ποιητών. Τόσο στα «Ανεπίκαιρα» όσο και στα «Επικαιρικά» ποιήματα, παρακολουθούμε τους κραδασμούς της κρίσης και της κοσμοθεωρίας της. Και στα δύο τμήματα της συλλογής, με μία και μόνη εξαίρεση στην οποία θα αναφερθούμε μεμονωμένα, και ανεξάρτητα από τη θεματική περιοχή στην οποία κινείται, η Σοφία άπτεται του συγκεκριμένου, του γεγονότος, του συμβάντος, είτε -συνήθως- συλλογικού είτε προσωπικού. Επιχειρεί δε συχνά μία διπλή αναγωγή: Από τη μια και μέσω ενός ξεχωριστού παλμού, μιας ζέσης ασυνήθιστης, μας συνέχει όλους –-μη εξαιρώντας το ποιητικό εγώ- σε μία προχωρημένη παθογένεια κοινωνικού και υπαρξιακού τύπου και από την άλλη αντιτάσσει μία τελική αποστροφή, ένα δίστιχο συνήθως μεταφυσικού περιεχομένου, όπου η όποια σήψη ή και η αναφορά στην ψυχή απορροφάται από το σύμπαν και πολλαπλασιαζόμενη τερατοποιείται ή θεώνεται:


Στην κβαντική μορφή της, σ’  άπειρες εκδοχές/ στου χωροχρόνου να εξαπλώνεται το συνεχές. Ή: Ο θάνατός σου δείχνει τα όριά μας./ Το φάσμα, το μαγνητικό, που ενδεχομένως/ γίνεται ενέργεια και κυκλοφορεί. Ή και:
Στο τέλος στρέφομαι ξανά με αγωνία/ στον ουρανό, με νέα παντός καιρού.

Η Σοφία Κολοτούρου αντιπροσωπεύει μια μεταρομαντική φωνή, που βιντεοσκοπώντας τον κλονισμό του ανθρώπου και επενδύοντας ηθικά και ποιητικά σε αξίες, σπονδυλώνει έναν νέο τύπο νοσταλγού και οραματιστή. Η ρετρό ποιητική της εμφάνιση, η ασύμφωνη με τη σύγχρονη θεματολογία της, και η απροκάλυπτα ανθρωπιστική σκοπιά της η χωνεμένη σε μια κοσμοθεωρία τραγική, η άλλοτε ευρηματική κι άλλοτε ατημέλητη στιχουργία της η βυθισμένη σ’ ένα πλατύ και εύχαρες γλωσσικό όργανο, καταμαρτυρούν μια αυθεντική περίπτωση ανθρώπου ποιητή που γράφει με βάση και εξαιτίας των πιστεύω του. Σας διαβάζω μια ενδεικτική στροφή απ’ το «Παρατηρώντας το Fractal του σύμπαντος»:
Κι ανάμεσά μας μερικοί – αρνητές θανάτου./ Επαναστάτες, με φλεγόμενη σημαία/ και τυχοδιώκτες και αιώνιοι ονειροπόλοι./ Κάθε φορά που αγγίζει κάποιος τα όνειρά του/ πως τρικυμίζει μέσα μου η ιδέα,/ πως θα μπορούσαμε να τους ξεφύγουμε όλοι.

Η ποιήτριά μας αρέσκεται στην πολύστιχη στροφή, συνήθως εξάστιχη ή και επτάστιχη, και δεν είναι λίγα, ιδίως στα «Επικαιρικά», τα ποιήματα με αφηγηματικό χαρακτήρα, βαθιά σπαρμένα στο αρχαίο χώμα του επικού τρόπου εξιστόρησης. Μόνο που πλέον ο μίτος της διήγησης ξετυλίγει το σκοτεινό παραμύθι των ημερών μας. Τα μαθήματα της Ιστορίας που αναπτύσσει ο «Ημεδαπός Εξόριστος», μέσω της πεζολογικής εκφοράς τους, της πυκνώσεώς τους και της γραμμικής τους παρακολούθησης, απορρέουν ποιητικότητα, καθώς η συστολή της Ιστορίας εντέχνως διογκώνει την Ποίηση και η επική εξιστόρηση εκτροχιάζεται προς στιγμή σε μια εικαστική λεπτομέρεια, σε μια έμμονη εικόνα. Το ποίημα είναι αφιερωμένο στον Γκάζι Καπλάνι, συγγραφέα και δημοσιογράφο από την Αλβανία:
«Η πόλη αλλάζει κι ίδια μένει, χωνευτήρι..» / […] (σ. 14)

Στιχουργικά πολύ ενδιαφέρων, τόσο στο «Εκκρεμές της Κοινής Γνώμης» όσο και στο «Σταυρό της Μοναξιάς», ο και τυπογραφικά διακριτός 7ος στίχος, που απρόοπτα ομοιοκαταληκτεί με το 2ο, σα να αναζητά την επιστροφή του στην παραδοσιακή μήτρα, την οποία με το γνωμικό του περιεχόμενο, προϊόν μιας αναπάντεχης συνάντησης της χλευαστικής ματιάς του Καρυωτάκη, του σκωπτικού πνεύματος της ποιήτριας και της κοινωνιολογίας του 20ου αιώνα, ορρωδεί:
Διαβάζω ενδεικτικά από τον «Σταυρό της Μοναξιάς»: κι ακόμη, οι υποθέσεις της δουλειάς-/ είν  ο μικρόκοσμος γύρω από τον καθένα/ που μεγαλώνει κι όλα τα  άλλα επισκιάζει./ Τώρα για παγκοσμιοποίηση μιλάς, μα εγώ γνωρίζω πως γερνώ ολοένα./ Το πέρασμα του χρόνου με τρομάζει,/ γιατί υπάρχει αυτή η αίσθηση ερημιάς/ εκεί όπου το συλλογικό απουσιάζει.

Είμαι η Γυναίκα και μου φόρτωσαν καιρό την Ενοχή/ -δεν έχουν οι αμαρτίες μιαν όψη μόνον./ Κι εγώ, στου Ανήθικου δοσμένη τη σπουδή,/ με μίση και κατάρες τόσων χρόνων,/ στα φαύλα και τα κρείττω η πηγή,/ είμαι η Γυναίκα, που παλεύει την πληγή.

Οι «Μικρές Αναπηρίες», τίτλος δανειοδοτημένος από την «Προσωπογραφία» του Διονύση Καψάλη, ο οποίος περιέχεται και σε ένα από τα δύο μότο που προτάσσει η Σοφία –-το άλλο είναι απόσπασμα από την «Ελλειπτική» του Γιώργου Κοροπούλη-, είναι τεχνοτροπιακά το πιο διαφοροποιημένο από τα ποιήματά της, καθώς η φιλόξενη για την ποιήτρια περιοχή του παραδοσιακού στίχου, υφίσταται δραστική επεξεργασία. Ο στίχος χαλαρώνει και με πεζολογικό πνεύμα αναλύονται τα νοήματα πέραν των μοναχικών του ορίων. Παρά τη δυνατότητα μιας πιο ελεύθερης ανάγνωσης, το μορφικό σύστημα δεν εγκαταλείπει την καταγωγή του. Ένας δυνατός αέρας νηφαλιότητας και παρρησίας καλύπτει την ομοιοκαταληξία με την κεντρομόλα ροπή, όπου ο πρώτος κι ο τελευταίος στίχος συναντιούνται, ομοίως και οι εσωτερικοί, ο 2ος π.χ. με τον προτελευταίο, ώσπου η εξάστιχη στροφή να συσπειρωθεί σε ένα κέντρο, από το οποίο φυγόκεντρα θα δραπετεύσει κύκλια και πάλι. Οι «Μικρές Αναπηρίες», απωθούν την εύκολη πρόσληψη, καθώς η θητεία μας στις θολές ερμηνείες και στα αμφίσημα νοήματα, καταπιέζει και εξουσιάζει την ανθρώπινη πλευρά μας, η αφύπνιση της οποίας αποδεικνύεται κάποτε αναγνωστική προϋπόθεση για την ποίηση της Σοφίας Κολοτούρου. Ένα ποίημα κατεξοχήν αφιερωματικό, μια και αναφέρεται στους σημερινούς και μέλλοντες αναπήρους, μας περνά σαν ενδοφλέβια την πολιτική και κοινωνική σκέψη της Σοφίας αλλά και τις κειμενικές της συναντήσεις. Τις συχνά αισιόδοξες εξόδους των ποιημάτων της Δ΄ Διάστασης, την υπομειδιώσα κρίση του Καρυωτάκη και τη διαύγεια των πεζολογικών αποτιμήσεων του Αναγνωστάκη.- σ. 16

Για ν’ αφουγκραστεί κανείς το πολυφωνικό σύστημα της Σοφίας Κολοτούρου, θα πρέπει να διατρέξει μεγάλο μέρος των Αν-επίκαιρων ποιημάτων. Και αίφνης θίασος πολυμελής εμφανίζεται στο προσκήνιο, μεμονωμένοι ήρωες που διεκπεραιώνουν τον άθλο του μονολόγου (π.χ. Φοβάμαι τον καρκίνο και το AIDS […]), το εξομολογητικό α΄ ενικό πρόσωπο (π.χ. Κρυπτοκτονία. Μαζεύω ένα πρωί τα πράγματά μου,/ πείθω τους γύρω ότι έχω σκοτωθεί […] ή και Έχω καιρό να νιώσω ένα συναίσθημα,/ ευγενικό, σαν τη μελαγχολία,/ […]), κάποτε το α΄ ενικό ως θεατρική περσόνα που απωθεί την πολιορκία του διδακτισμού (π.χ. Χριστούγεννα. Διαβάζω για το ρεβεγιόν/ ωραία, πολύχρωμα, lifestyle περιοδικά κι οραματίζομαι μια γκαρνταρόμπα τέλεια/ […]), πολύ συχνά το α΄ πληθυντικό, το πρόσωπο της συλλογικής συνείδησης που είναι σε θέση να καταδεικνύει τις αμαρτίες των άλλων, καθώς τις οικειοποιείται και το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο (π.χ. Στη δίνη της δουλειάς και της ρουτίνας,/ ένα φραπέ μες στην πλατεία Μαβίλη/ κι ονειρευόμαστε το άγνωστο νησί. […]).

Θα συνεχίσω την παρουσίαση των Αν-επίκαιρων ποιημάτων εστιάζοντας σε συγκεκριμένα ποιήματα. Αρχής γενομένης από το 1ο ποίημα των «Ανεπίκαιρων» και ένα από τα ωραιότερα κατά τη γνώμη μου της συλλογής, τα «Ανομήματα», ένα ποίημα βυζαντινής κοπής όσον αφορά στο διακειμενικό του υπόστρωμα, του οποίου η μορφική αυστηρότητα υποτάσσεται στο μοναδικό πάθος της ποιήτριας, που δονεί τις συστοιχίες των λέξεων, διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα τις γραμμές και προκαλεί μια αισθητική συνάντηση του ιστορικού και ανθρώπινου στοιχείου. Ο τρόπος που εξεικονίζει και χειραγωγεί τον πόνο, ειδικά με τον τελευταίο στίχο, θυμίζει αναλογικά τη ζωγραφική της Φρίντα Κάλο. Επιτρέψτε μου να σας το διαβάσω τη δεύτερη στροφή του:

Στο ποίημα «Κρυπτοκτονία», η δραματοποιημένη ποιητική αφήγηση διασώζει τα πληθωρικά συμβολικά ευρήματα από τα ρηχά νερά του στείρου διδακτισμού και των λογοτεχνικών κλισέ μιας μεταφυσικής παλαμικού τύπου.
Αμέσως μετά η «Άμβλυνση Συναισθημάτων» αποτελεί ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής, συναιρώντας τα χαρακτηριστικά της ποιητικής φωνής της Σοφίας Κολοτούρου. Οι αόριστες μουσικές φωνές του μεσοπολέμου, ελληνικού και ευρωπαϊκού, συμπλέουν, σ’ ένα λεκτικό περιβάλλον αλλόκοτης για περιγραφή ψυχικών φαινομένων κυριολεξίας, με την ορολογία του σύγχρονου κοινόχρηστου δράματος, της επίγνωσης της συναισθηματικής μας ύπνωσης. Φτάνει δε, σε τέτοιο σημείο η ανατομική οπτική της ποιήτριας, που δεν διστάζει να προσεταιρισθεί και στοιχεία από την κουλτούρα της ροκ, τουλάχιστον της ελληνικής εκδοχής της: Είμαι σε σύγχυση, με μόνο μία επισήμανση, […] έχω καιρό να νιώσω μια διακύμανση, μας λέει η Σοφία Κολοτούρου, αλλά εμείς ταυτοχρόνως ακούμε και την αυτοσαρκστική, υπερευαίσθητη και οξεία φωνή του Νικόλα του Άσιμου.

Στο αυτοβιογραφικό «Διακοπές 2002», με καλοκουρδισμένη ευαισθησία η ποιήτρια ξεγλιστρά απ’ τους σκοπέλους της μελό αναβίωσης και το προσωπικό γεγονός αποβαίνει ποιητικά εναργές. Πολύ ενδιαφέρουσα η συνύπαρξη της μικρής φράσης, που γίνεται το όχημα της συνειρμικής περιήγησης, με πιο αυστηρά μετρικά στοιχεία:
Στη Κέρκυρα, με φίλους όπως πάντα./ Εξερευνήσεις, φρούρια, βεγγαλικά./ Κουβέντες με μεζέδες, με κρασί./ Το μηχανάκι ανηφόρα, με τριάντα,/ σφίγγομαι επάνω σου μηχανικά./ Βαρκούλα παίρνουμε για το νησί. […]

«Ο Σταυρός της Μοναξιάς» αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές της συλλογής. Θεματικά συμπυκνώνει έως ορίζει το σύγχρονο δράμα. Στην ποίηση της Σοφίας δεν πλεονάζουν τα μεταφορικά σχήματα. Τα ολίγιστα που απαντούν πολλαπλασιάζουν την αισθητική τους δράση και εξαιτίας της σπανιότητάς τους και εξαιτίας της μοναδικής απλότητας και καθαρότητας του ευρύτερου ποιητικού τοπίου: Στον ουρανό, ο σταυρός της μοναξιάς, «Σταυρό του Νότου» τον ονόμασαν οι άλλοι. [….] Γενικά όμως, η στερημένη συγκινησιακής εξάρτησης λέξη, αποδεικνύεται εύθραυστο υλικό, καθώς ο αφυδατωμένος από θυμικά κλισέ λόγος ανά πάσα στιγμή θραύεται αποκαλυπτικά.

Ρωγμή στα Αν-επίκαιρα ποιήματα αποδεικνύονται οι «Ρωγμές στη Συνοχή του Κόσμου», όπου η ποιήτρια, αξιοποιώντας την υπερρεαλιστική τεχνική, απεικονίζει τα παραδεδομένα και ακλόνητα του κόσμου με απροσδόκητες ιδιότητες και λειτουργίες. «Το ταξί στον ουρανό», οι «αναθυμιάσεις» θα πνίξουν το ποιητικό υποκείμενο, οι φοίνικες απλώνουν τα χέρια, τα πράγματα «ξεφεύγουν απ’ τη μορφή τους», τα «πλοία πετούν» κι εν τέλει ο έλεγχος του κόσμου είν’ ανύπαρκτος. Η όποια λανθάνουσα σαχτούρεια μνήμη υποχωρεί στους τελευταίους δύο στίχους που γίνεται χρήση του αρχαίου και οπωσδήποτε, ρομαντικού μοτίβου της προορατικής ποιητικής φύσης, όραση που ο υπηρέτης της ποιήσεως επικαλείται κυρίως για να διεκτραγωδήσει τα επερχόμενα: Απ’ το στερέωμα χαμηλώνει η Άρκτος/ κι εξαφανίζεται, στα μαύρα δάση./ Πλοία πετούν, στο δρόμο του Βορρά./ Ο έλεγχος του κόσμου είν’ ανύπαρκτος/ -θα ξεκολλήσει σε λιγάκι και θα σπάσει:/ την έκρηξη ήδη βλέπω, τη φωτιά.

Στα «Επικαιρικά» στα οποία, όπως μας λέει η ίδια στην προαναφερόμενη συνέντευξη στην Πελοπόννησο, παραθέτει και τις ημερομηνίες συγγραφής τους, ώστε να διευκολύνεται η διασύνδεση με το τρέχον γεγονός. Ξανά, στο τιτλοφορούμενο ως «Καλοκαίρι 2003» και τα «Εφήμερα», η αλχημεία του παραδοσιακού στίχου και της σύγχρονης θεματικής, το φλερτ με το τρέχον και το λάιφ στάιλ, οι ψυχικές μας αντιστάσεις, οι ματαιώσεις των ταπεινών μας σχεδίων, η καθημερινότητα. Η Σοφία με την ίδια απλότητα τραγουδά για τον άλλον, τον εαυτό της, την ανθρωπότητα.

Η ζέστη απλώνει, σαν δισκίο που αναβράζει/ […], στον «Ιούλιο του 2004», ζουμ σε ένα παρανοϊκό ελληνικό καλοκαίρι, «Ιστορίες καουμπόηδων» και «Παρίσι-Νέα Ορλεάνη- Τέξας» και στροφή στα παγκόσμια. Το σχήμα της ειρωνείας αποδεικνύεται δομικό υλικό για τα ποιήματα αυτά, ενώ σκοτεινό χιούμορ ποτίζει το «Put the Telecontrol Down Slowly».

Δεν είναι slow η ποίηση της Σοφίας. Αν μη τι άλλο, η ποιήτρια γνωρίζει τις τεχνικές του ρίγους κι όσο κι αν η περίπτωσή της σπανίζει γράφει με ανθρωπιά, απευθύνεται στην ανθρωπισμό μας, τον προϋποθέτει και τον παρακινεί. Ποτέ μελό, με μαζεμένες λυρικές εκρήξεις, με φροντισμένα εκφραστικά μέσα, με ευθύτητα και γενναιότητα, μας λέει τη γνώμη της για το περίεργο ον άνθρωπος.