Για την ποιητική συλλογή «Η ΤΡΙΤΗ ΓΕΝΙΑ». Ομιλία του Ααρών Μνησιβιάδη

Ομιλία κατά την παρουσίαση της συλλογής Η Τρίτη Γενιά στη Θεσσαλονίκη, 17/2/2016

Το έργο της Σοφίας Κολοτούρου αναδύεται εμφατικά, αποφασιστικά και προγραμματικά απαλλαγμένο από όλα εκείνα τα γνωρίσματα της νεωτερικής ποιητικής παραγωγής που κατέστησαν την ποίησι στα χρόνια μας εν πολλοίς προνομιακή υπόθεσι μιάς ναρκισσευόμενης ελίτ, στην αυτάρεσκη έπαρσι της οποίας οι αμύητες μάζες απαντούν με την αφοπλιστικά ειλικρινή και ανησυχητικά δικαιολογημένη αδιαφορία τους, κάτι που όμως μάλλον φαίνεται να επιτείνη τούτη την περιχαράκωσι του κλειστού σιναφιού των ποιητών απέναντι στο profanum vulgus (= ασεβές πλήθος, όρος από την ποίηση του Οράτιου) . Για να θυμηθούμε τα λόγια του Eπστάιν «η μοντέρνα ποίησι, με την προέλασι του μοντερνισμού είχε γίνει πλέον μια τέχνη για τους ευτυχείς λίγους, και οι ευτυχείς λίγοι, πρέπει να ειπωθή, σπανίως είναι πιο ευτυχείς από όσο όταν γίνωνται ακόμη πιο λίγοι».

Αν επιχειρούσαμε μέσω των αναγκαίων για μια τέτοια κατηγοριοποίησι αφαιρέσεων και τυποποιήσεων, να ανιχνεύσουμε και να προσδιορίσουμε τα γενικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ποιητικού μοντερνισμού -τουλάχιστον τα προφανέστερα κι εξωτερικώτερα- χωρίς να ισχυριζώμαστε ότι διέπουν στον ίδιο βαθμό και στην ίδια έντασι την μοντέρνα ποιητική παραγωγή –που με την σειρά της διακρίνεται κι αυτή από μια ποικιλία επιμέρους τάσεων και ρευμάτων- θα καταλήγαμε λίγο πολύ σε μια λίστα σαν την ακόλουθη:

Κατάργησι της φόρμας, δηλαδή του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας και κατά συνέπειαν εγκατάλειψι των προκαθωρισμένων στρoφικών μορφών (μπαλλάντα, σονέττο, τερτσίνα, κτλ). Παρά την περί του αντιθέτου διάχυτη εντύπωσι πως ο έμμετρος και ομοιοκατάληκτος στίχος έχει -ή έστω είχε- εγκαταλειφθή οριστικά, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Πράγματι, αν και η επικράτησι του ελεύθερου στίχου υπήρξε και εξακολουθεί μέχρι τις ημέρες μας να είναι συντριπτική εν τούτοις ποτέ δεν εξέλιπαν οι εκπρόσωποι της παραδοσιακής φόρμας, αρκεί να υπομνήσουμε περιπτώσεις όπως αυτές των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους Βάρναλη και Καββαδία, (για να αρκεστούμε στις πιο αναγνωρίσιμες μορφές) που αν και ανήκαν στην προπολεμική γενιά το πέρας της ζωής και και του έργου τους μας συναντά αισίως στα μέσα της δεκαετίας του ’70, λίγα μόλις χρόνια πριν να εμφανισθή στο προσκήνιο, ως προγραμματικά συνειδητοποιημένο και συστηματικά υπηρετούμενο, το κίνημα του νεοφορμαλισμού με τους πρωτοπόρους Λάγιο-Καψάλη-Κοροπούλη.

Η Σοφία Κολοτούρου, ποιήτρια της δεύτερης γενιάς του νεοφορμαλισμού, επιλέγει στο τελευταίο της πόνημα να προτάξη εμφατικά μία μπαλλάντα, στην πιο αυστηρή και τυπική μορφή της, υπό τον τίτλο της οποίας συστεγάζονται τελικά ως συλλογή και όλα τα υπόλοιπα ποιήματα του φερωνύμου βιβλίου. Η Τρίτη Γενιά, είναι κι αυτή ένα βιβλίο έμμετρης ποιήσεως. Στους στίχους των ποιημάτων της συλλογής κυριαρχεί ο ίαμβος, συνήθως στην ενδεκασύλλαβη η δεκατρισύλλαβή παραλλαγή του. Μέτρο που χρησιμοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε κατά κόρον από τους σονεττογράφους, ζωντανεύει και ανανεώνεται μέσα από τους στίχους της ποιήτριας, με γόμωσι μια γλώσσα πιο οικεία στον μέσο αναγνώστη, εγγύτερη στο καθημερινό λεξιλόγιο, πόρρω απέχουσα από την παραδοσιακή ποιητική γλωσσική υψηγορία, ενίοτε δε, όπου η έντασι το επιτρέπει, ενοφθαλμισμένη και με το αντιποιητικό λεξιλόγιο της αργκό, κι αυτή είναι ίσως η μόνη συνειδητή παραχώρησι έναντι του μοντερνισμού που επιτρέπει η Κολοτούρου στην ποίησί της. Μια παραχώρησι που ωστόσο τίθεται στην υπηρεσία σκοπών μάλλον αντιμοντερνιστικών.

Πράγματι, αν οι σύγχρονοι ποιητές (ο όρος ας εκληφθή ως terminus technicus, ως περιγραφικός της μοντερνιστικής τεχνοτροπιας περισσότερο παρά με την περιοδολογική του σημασία), αν λοιπόν οι σύγχρονοι ποιητές φιλοδόξησαν να απευθυνθούν από την καθέδρα της καλλιτεχνικής τους δοκησισοφίας στον αναγνώστη που συνήθως αποκαλείται υποψιασμένος, η Σοφία Κολοτούρου, αντίθετα, ανήκει στους ποιητές που διακονούν το είδος εκείνο του ποιητικού λόγου το ικανό να συγκινήση, τα τέρψη η και να κινήση απλώς το ενδιαφέρον του ανυποψίαστου αναγνώστη, του θεωρητικά απαράσκευου, και γι’αυτό άπαλλαγμένου από την επιτηδευμένη εκείνη εκλέπτυνσι που στην πιο ακραία της εκδοχή καταλήγει να διαστρέφη παρά να γυμνάζη το καλλιτεχνικό αισθητήριο. Και με αυτήν την παρατήρησι ερχόμαστε σ’ένα ακόμη χαρακτηριστικό που κατατρύχει τον μαζικά σήμερα παραγόμενο ποιητικό λόγο: την αποθέωσι του άκρατου υποκειμενισμού.

Η λεπτομερής εξέτασι του φαινόμενου και η διερεύνησι των βαθύτερων ιδεολογικών, πολιτιστικών, οικονομικών και κοινωνικών μετατοπίσεων της εποχής μας, οι οποίες στάθηκαν τα αίτια για την κυριαρχία αυτή του υποκειμενισμού, όχι βέβαια μόνο στην ποίησι, εκφεύγει τον στόχο της σύντομης αυτής παρουσιάσεως και συνέχεται με ανάλογα φαινόμενα σε όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής και εν γένει πνευματικής ζωής, τα αποτέλέσματα της όμως, ειδικά για την ποίησι, μπορούμε να τα συνοψίσουμε στην επιδεικτική εκζήτησι, στην εξαύλωσι της δημόσιας ταυτότητας του λυρικού εγώ και στον κατακερματισμό της ποιητικής γλώσσας, η καλύτερα στην τάσι εξυψώσεως των εκάστοτε προσωπικών ποιητικών ιδιωμάτων σε ξένες μεταξύ τους αυτοτελείς γλώσσες, χρήσιμες μόνο για την εκφορά παραλλήλων μονολόγων.

Όμως η ποίησι της Σοφίας Κολοτούρου δεν μοιάζει καθόλου με προιόν κάποιου άμβυκα ενός αποστειρωμένου ποιητικού αποστακτηρίου∙ ο λόγος της τολμά και «μολύνεται» από την κοινωνική πραγματικότητα. Το ποιητικό εγώ, η persona loquens, ακόμη κι όταν αφορμάται από βιώματα κατάφωρα προσωπικά, επιδιώκει την εξαντικειμενίκευσι της ατομικής εμπειρίας, την αναγωγή του ιδιωτικού στο δημόσιο, κάτι που μοιραία επιτυγχάνεται από την χρήσι μιάς γλώσσας  που αποτιμάται με κριτήριο την αναφορά της στην εμπειρικά επαλήθεύσιμη, ψηλαφητή πραγματικότητα. Ποιήματα όπως «Ο ανθρωπάκος», η «Τριλογία στις Γειτονιές του Κόσμου», «Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα στα Εξάρχεια», «Κωνσταντίνα Κούνεβα», «Ρέμα Χαλανδρίου», «Θέατρο Σκιών» μας μεταφέρουν ήδη από τον τίτλο τους τα περισσότερα, σε τόπους οικείους και άμεσα αναγνωρίσιμους, σε πρόσωπα που σημάδεψαν η σημαδεύτηκαν από την πρόσφατη κοινωνική, πολιτική η καλλιτεχνική εγχώρια και διεθνή πραγματικότητα και σε γεγονότα των οποίων η ποιητική εξεργασία δεν ολισθαίνει μέσω  αλλεπάλληλων και -κυρίως- ανέλεγκτων  διηθήσεων προς την αποτύπωσι της στιγμιαίας και ατομικής προσλήψεώς τους, ως εκδηλώματος μιάς τάχα ανώτερης καλλιτεχνικής ιδιορρυθμίας, αλλά εκφράζει και διαλέγεται με υπαρκτές κοινωνικά και ιδεολογικά μεθερμηνείες τους.

Τούτο οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε στην ποιήτρια, ανεξαρτήτως της έναντι των γεγονότων δικής μας τοποθετήσεως.

Ομοίως και σε ποιήματα προδήλως αυτοβιογραφικά, όπως το «Sweet Sixteen», το «Μικρά Εγκλήματα Μεταξύ Φίλων» το «Παράκλησι για μια Μικρή Κουφή», ποίημα στο οποίο η persona loquens ταυτίζεται αναφανδόν με το ιστορικό πρόσωπο της ποιήτριας, (κάτι που συμβαίνει και στο «Κοινωνικός και Αναπηρικός Αποκλεισμός»), ο πυρήνας του προσωπικού βιώματος εκδιπλούται στην σφαίρα του δημόσιου η του διαπροσωπικού κοινωνικού βίου, το υποκειμενικό εξαντικειμενικεύεται, ακριβώς όπως στην έμμετρη ποίησι ο ατομικός λόγος υποτάσσεται στους εξωτερικούς κανόνες της φόρμας. Ασφαλώς και είναι αυτονόητο πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να επιτευχθή παρά μόνο με την χρήσι της γλώσσας ως ωργανωμένου φορέα ωργανωμένου νοήματος, όπου η αλληλουχία των λέξεων υπακούει στις καθιερωμένες συμβάσεις της γλωσσικής κανονικότητας. Τούτο φυσικά διόλου δεν σημαίνει ότι λείπει το προσωπικό ύφος, σημαίνει απλώς ότι η γλώσσα επιστρατεύεται ως όχημα του νοήματος και δεν θεματοποιείται η ίδια. Διότι ένα ακόμη μοντερνιστικό χαρακτηριστικό, απόν από το έργο της Σοφίας Κολοτούρου, είναι αυτή η περίφημη σκοτεινότητα του νοήματος που πηγάζει από την διάρρηξι της έλλογης αλληλουχίας των λέξεων.

Κατ’ουσίαν στο μοντερνιστικό μοντέλο το θέμα της ποιήσεως καταλήγει να είναι η ίδια η γλώσσα, χωρίς αναφορές σε κάποια αντικειμενική πραγματικότητα, στις δε ακραίες απολήξεις της τάσεως τούτης χωρίς αναφορές σε οποιαδήποτε πραγματικότητα, ούτε καν υποκειμενική (π.χ. τα λεττριστικά ποιήματα). Στα ποιήματα της Τρίτης Γενιάς, όπως και σε όλο το έργο της Κολοτούρου, η υποταγή της εκφράσεως στην κλειστή μορφή που προϋποθέτει το μέτρο και η ομοιοκαταληξία συνιστά το δομικό σύστοιχο στην εξ απόψεως περιεχομένου τιθάσευσι της ροής του λόγου εντός της κοίτης του έλλογου νοήματος. Το ποίημα ακεραιώνεται ως μια ωλοκληρωμένη σύνθεσι καταληπτή στον αναγνώστη, με τον οποίο η ποιήτρια αποκαθιστά την επαφή και την συνεννόησι, δεν προτείνεται αυτοαναφορικά ως μια πιθανή ερμηνεία του εαυτού του.

Η ποίησι της Σοφίας Κολοτούρου είναι μια ποίησι γήινη, αλλά όχι και λιγότερο ποίησι γι’αυτόν τον λόγο. Το εύρος της θεματολογίας της καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα προβληματικών, από την υπαρξιακή διερώτησι, την κοινωνική καταγγελία, την ονειρική αναπόλησι έως την λογοτεχνική κριτική και αυτοκριτική και την ερωτική επιθυμία, ο,τι δηλαδή λίγο-πολύ απασχολούσε διαχρονικά και απασχολεί την ποίησι και την λογοτεχνία, ο,τι τελικά απασχολεί το εν γένει ανθρώπινο πνεύμα.

Ωστόσο οιαδήποτε παρουσίασι του έργου της Σοφίας Κολοτούρου θα απέβαινε δραματικά ελλιπής και θα παρέμενε κολοβή αν δεν συνωδευόταν από την απαραίτητη υπόμνησι της πιο χαρακτηριστικής, μετά από αυτήν της ποιήτριας, ιδιότητάς της, αυτήν της ακτιβίστριας στο πεδίο των δικαιωμάτων των κωφών και ιδιαιτέρως των μεταγλωσσικών κωφών. Μεταγλωσσική κωφή και η ίδια, άτομο δηλαδή που απώλεσε ολοκληρωτικά την ακοή του μετά την κατάκτησι της γλώσσας, και συνεπώς ομιλούσα κωφή, αναγκασμένη να ζη συνεχώς στην φαιά ζώνη μεταξύ της επικράτειας των ομιλούντων ακουόντων και αυτής των μη ομιλούντων κωφών, φορέας τούτης της ιδιότυπης διπλής ιθαγένειας, που συνήθως αντιστρέφεται κατοπτρικά σε ανιθαγένεια.

Αντιμέτωπη με την εκατέρωθεν καχυποψία, η οποία από μεριάς των μη ομιλούντων νοηματιζόντων κωφών λαμβάνει όχι σπάνια τις διαστάσεις ανοιχτής συγκρούσεως, πιεσμένη ανάμεσα στην άγνοια του πλήθους των ακουόντων και στις –πρέπει να το πούμε- ιδιοτελείς προκαταλήψεις της κλειστής κοινωνίας των νοηματιζόντων, «για τους κωφούς παράμερη, γι’ακούοντες παρίας» όπως αυτοσυστήνεται η ίδια μέσα στο ποίημά της «Κοινωνικός και Αναπηρικός Αποκλεισμός» παραλλάσσοντας ένα περίφημο στίχο του Διονύση Καψάλη, η Σοφία Κολοτούρου, που δεν φοβάται να αρθρώση με γενναιότητα την λέξι-ταμπού «Ανάπηρος» χωρίς τα επιβαλλόμενα από την πολιτική ορθότητα νενομισμένα καρυκεύματα και τα συνήθη στην κοινωνία ευφημιστικά, αλλά και παραπλανητικά ψιμμύθια, ανατρέπει μέσω της λελογισμένης πίστεώς της στην πρόοδο, το αρχετυπικό ησιόδειο μοτίβο της προιούσης φθοράς των ανθρώπινων γενών και της νοσταλγίας για την εποχή του πρώτου, χρυσού γένους, με το σπαρακτικό, αλλ’εν τέλει συγκρατημένα αισιόδοξο εναρκτήριο και φερώνυμο της συλλογής ποιήμά της, το μόνο ίσως ποίημα που προϋποθέτει την στοιχειώδη ενημέρωσι του αναγνώστη πάνω στις εσωτερικές διαμάχες της κοινότητας των κωφών.

Για περισσότερες πληροφορίες παραπέμπω στο μη ποιητικό της, αλλά αρκούντως διαφωτιστικό έργο της «Τα Επτά Πρόσωπα της Κώφωσης», όπου με τρόπο μυθιστορηματικό εκτίθενται προ των ομμάτων του ανύποπτου και έπληκτου αναγνώστη το δράμα, τα διλήμματα και οι οδυνηρές ως προς τις συνέπειές τους για την ζωή των πασχόντων από κώφωσι ανθρώπων, μελών της κοινότητας των κωφών, η οποία αντί να προστατεύη καταλήγει κάποτε κάποτε να δυναστεύη τα μέλη της. Η Τρίτη Γενιά των ακουστικά αναπήρων, είναι η γενιά που κατά τα λόγια της ποιήτριας «στο φως αναβαπτίζεται της γνώσης» και απαλλάσσεται τελικά από τα δεσμά που της κληροδότησαν οι προκάτοχοί της.

Όπως και νάχη, θαυμάζω την Σοφία Κολοτούρου, γιατί, αν και στερημένη από το τόσο αυτονόητο για μας δώρο της ακοής, δεν έπαψε, να ενωτίζεται τα ηχηρά μηνύματα της αντιφατικής εποχής μας, μετουσιώνοντας τον άμορφο θόρυβό τους σε έμμετρο λόγο, δηλαδή σε ποίησι με μουσικότητα και ρυθμό. Ευαίσθητη δέκτρια του ποιητικού λόγου και η ίδια, επέλεξε έτσι να αναπληρώση με την τέχνη της αυτό που η φύσι της στέρησε. Γι’ αυτό και την ευχαριστώ.

Πηγή: https://avalonofthearts.gr